Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(5)
(No difference)

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητοςἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)