Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπειράγαθος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no sabe lo que es bueno]], [[tonto]] ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες LXX <i>Es</i>.8.12d.<br /><b class="num">2</b> [[infinitamente bueno]] τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[tontamente]] αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι D.S.15.40.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no sabe lo que es bueno]], [[tonto]] ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες LXX <i>Es</i>.8.12d.<br /><b class="num">2</b> [[infinitamente bueno]] τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[tontamente]] αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι D.S.15.40.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[απειράγαθος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ή [[γνώση]] του αγαθού, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].———————— <b>(II)</b><br />-ο (Μ [[ἀπειράγαθος]], -ον)<br />αυτός που έχει άπειρη, απέραντη [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άπειρος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[αγαθός]]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειράγᾰθος Medium diacritics: ἀπειράγαθος Low diacritics: απειράγαθος Capitals: ΑΠΕΙΡΑΓΑΘΟΣ
Transliteration A: apeirágathos Transliteration B: apeiragathos Transliteration C: apeiragathos Beta Code: a)peira/gaqos

English (LSJ)

ον,

   A unacquainted with goodness, foolish, LXX Es.8.13. Adv. -θως D.S.15.40.

German (Pape)

[Seite 284] des Guten und Rechten unkundig, darin unerfahren, Sp.; adv., D. Sic. 15, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειράγαθος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν ἢ γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ, ἀνόητος, μωρὸς, ὡς τὸ ἀπειρόκαλος, Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -θως Διόδ. 15, 40. ΙΙ. ὁ ἄπειρον κεκτημένος ἀγαθότητα, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no sabe lo que es bueno, tonto ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες LXX Es.8.12d.
2 infinitamente bueno τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.
II adv. -ως tontamente αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι D.S.15.40.

Greek Monolingual

(I)
απειράγαθος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].———————— (II)
-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)
αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].