ἀποδοκεῖ: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=impers.<br /><b class="num">1</b> [[parecer bien]], [[decidir]] c. μή e inf. ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι les pareció bien no socorrer a los jonios</i> Hdt.1.152, σφι ἀπέδοξε μήτ' ἐπιδιώκειν Hdt.8.111.<br /><b class="num">2</b> abs., c. dat. [[no parecer bien]], [[decidir en contra]] ὥς σφι ἀπέδοξε Hdt.1.172, ἀπέδοξε τοῖς Ἰνδοῖς Philostr.<i>VA</i> 6.21<br /><b class="num">•</b>c. dat. e inf. μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι X.<i>An</i>.2.3.9. | |dgtxt=impers.<br /><b class="num">1</b> [[parecer bien]], [[decidir]] c. μή e inf. ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι les pareció bien no socorrer a los jonios</i> Hdt.1.152, σφι ἀπέδοξε μήτ' ἐπιδιώκειν Hdt.8.111.<br /><b class="num">2</b> abs., c. dat. [[no parecer bien]], [[decidir en contra]] ὥς σφι ἀπέδοξε Hdt.1.172, ἀπέδοξε τοῖς Ἰνδοῖς Philostr.<i>VA</i> 6.21<br /><b class="num">•</b>c. dat. e inf. μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι X.<i>An</i>.2.3.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀποδοκεῑ (Α) [[δοκεί]]<br /><b>απρόσ.</b> φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
impers., (δοκέω) mostly c. μή et inf., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν
A it seemed good to them not to do, they resolved not .., Hdt. 1.152; ἐπεί σφι ἀ. μὴ ἐπιδιώκειν Id.8.111; without μή, X.An.2.3.9: sts. with inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε when they resolved not (to go on), when they changed their mind, Hdt.1.172.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκεῖ: ἀπρόσωπ. (δοκέω), τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν, ἐφάνη καλὸν εἰς αὐτοὺς νὰ μη..., Ἡρόδ. 1. 152· ἐπεί τέ σφι ἀπ. μήτ’ ἐπιδιώκειν ὁ αὐτ. 8. 111· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ μή, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9: ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἀπαρεμ., ὥς σφι ἀπέδοξε, ὅτε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ (προχωρήσωσι περαιτέρω), ὅτε μετέβαλον γνώμην, Ἡρόδ. 1. 172.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδόξει, ao. ἀπέδοξε, etc.
impers.
il ne paraît pas bon ou à propos de : μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; ὥς σφι ἀπέδοξε HDT lorsqu’ils résolurent de ne point faire.
Étymologie: ἀπό, δοκέω.
Spanish (DGE)
impers.
1 parecer bien, decidir c. μή e inf. ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι les pareció bien no socorrer a los jonios Hdt.1.152, σφι ἀπέδοξε μήτ' ἐπιδιώκειν Hdt.8.111.
2 abs., c. dat. no parecer bien, decidir en contra ὥς σφι ἀπέδοξε Hdt.1.172, ἀπέδοξε τοῖς Ἰνδοῖς Philostr.VA 6.21
•c. dat. e inf. μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι X.An.2.3.9.
Greek Monolingual
ἀποδοκεῑ (Α) δοκεί
απρόσ. φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει κάτι.