ἀστυπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(big3_7)
(6)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[hombre de ciudad]] οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.<i>Regn</i>.24.
|dgtxt=-ου, ὁ [[hombre de ciudad]] οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.<i>Regn</i>.24.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀστυπόλος]], ο (Α) [[πέλομαι]]<br />ο [[αστός]], ο [[πολίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠπόλος: -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― ὡσαύτως -πολίτης, ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hombre de ciudad οἱ ἀστυπόλοι τε καὶ ἀγροδίαιτοι Synes.Regn.24.

Greek Monolingual

ἀστυπόλος, ο (Α) πέλομαι
ο αστός, ο πολίτης.