ἀτόπημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[algo fuera de lugar, absurdo]] αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγειν Plu.2.1089d, μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτων S.E.<i>M</i>.1.80<br /><b class="num">•</b>[[tontería]], [[necedad]] πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχον <i>PLugd.Bat</i>.17.17.7 (VI d.C.) en <i>BL</i> 6.73<br /><b class="num">•</b>[[desarreglo]] πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶν Hsch.s.u. [[γλυκυσίδη]].<br /><b class="num">2</b> [[agravio]], [[ofensa]], [[delito]] περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτων <i>PTeb</i>.303.11 (II d.C.), τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστο D.C.<i>Epit</i>.7.21.9, ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων [[ἔνοχος]] φαίνεται <i>Rh</i>.1.618.5, cf. <i>PCair.Isidor</i>.65.9, 67.14 (III d.C.), <i>POxy</i>.1557.6 (III d.C.), <i>PLaur</i>.60.11 (III d.C.), Procop.<i>Pers</i>.1.24, Sch.Ar.<i>V</i>.1001<br /><b class="num">•</b>[[falta]], [[descuido]] en el desempeño de un cargo ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ] θαι <i>PSI</i> 734.24.7 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[accidente]], [[desgracia]] μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το] ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοις <i>PRainer Cent</i>.84.17 (IV d.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[algo fuera de lugar, absurdo]] αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγειν Plu.2.1089d, μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτων S.E.<i>M</i>.1.80<br /><b class="num">•</b>[[tontería]], [[necedad]] πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχον <i>PLugd.Bat</i>.17.17.7 (VI d.C.) en <i>BL</i> 6.73<br /><b class="num">•</b>[[desarreglo]] πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶν Hsch.s.u. [[γλυκυσίδη]].<br /><b class="num">2</b> [[agravio]], [[ofensa]], [[delito]] περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτων <i>PTeb</i>.303.11 (II d.C.), τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστο D.C.<i>Epit</i>.7.21.9, ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων [[ἔνοχος]] φαίνεται <i>Rh</i>.1.618.5, cf. <i>PCair.Isidor</i>.65.9, 67.14 (III d.C.), <i>POxy</i>.1557.6 (III d.C.), <i>PLaur</i>.60.11 (III d.C.), Procop.<i>Pers</i>.1.24, Sch.Ar.<i>V</i>.1001<br /><b class="num">•</b>[[falta]], [[descuido]] en el desempeño de un cargo ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ] θαι <i>PSI</i> 734.24.7 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[accidente]], [[desgracia]] μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το] ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοις <i>PRainer Cent</i>.84.17 (IV d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀτόπημα]]) [[άτοπος]]<br />[[απρέπεια]], [[παρεκτροπή]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτόπημα Medium diacritics: ἀτόπημα Low diacritics: ατόπημα Capitals: ΑΤΟΠΗΜΑ
Transliteration A: atópēma Transliteration B: atopēma Transliteration C: atopima Beta Code: a)to/phma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A absurdity, S.E.M.1.80.    2 strange sight or occurrence, POxy.1557.6 (iii A.D.), al.    3 offence, PTeb.303.11 (ii A. D.), Procop.Pers.1.24.

German (Pape)

[Seite 388] τό, die Unschicklichkeit, Sp.; Verbrechen, Zosim.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτόπημα: τό, ἄτοπος λόγος ἤ πράξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 80, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43, 18: ― βραδύτερον, ἀδίκημα, πλημμέλημα, ἔνοχος ἀτοπημάτων Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 618.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 algo fuera de lugar, absurdo αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγειν Plu.2.1089d, μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτων S.E.M.1.80
tontería, necedad πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχον PLugd.Bat.17.17.7 (VI d.C.) en BL 6.73
desarreglo πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶν Hsch.s.u. γλυκυσίδη.
2 agravio, ofensa, delito περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτων PTeb.303.11 (II d.C.), τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστο D.C.Epit.7.21.9, ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων ἔνοχος φαίνεται Rh.1.618.5, cf. PCair.Isidor.65.9, 67.14 (III d.C.), POxy.1557.6 (III d.C.), PLaur.60.11 (III d.C.), Procop.Pers.1.24, Sch.Ar.V.1001
falta, descuido en el desempeño de un cargo ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ] θαι PSI 734.24.7 (III d.C.).
3 accidente, desgracia μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το] ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοις PRainer Cent.84.17 (IV d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἀτόπημα) άτοπος
απρέπεια, παρεκτροπή.