αὐτοπαθής: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(big3_7) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αὐτοπᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se atormenta a sí mismo]] Φθόνος Nonn.<i>D</i>.8.37.<br /><b class="num">2</b> gram. [[reflexivo]] de pron. op. [[ἀλλοπαθής]] A.D.<i>Pron</i>.44.11<br /><b class="num">•</b>[[intransitivo]] del verbo, op. μεταβατικά A.D.<i>Synt</i>.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[por propia experiencia]] αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.<i>Cat.Mi</i>.54.<br /><b class="num">2</b> [[resignadamente]] αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.<br /><b class="num">3</b> [[instintivamente]] αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.<br /><b class="num">4</b> gram. [[intransitivamente]] Eust.398.36, 966.23. | |dgtxt=(αὐτοπᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se atormenta a sí mismo]] Φθόνος Nonn.<i>D</i>.8.37.<br /><b class="num">2</b> gram. [[reflexivo]] de pron. op. [[ἀλλοπαθής]] A.D.<i>Pron</i>.44.11<br /><b class="num">•</b>[[intransitivo]] del verbo, op. μεταβατικά A.D.<i>Synt</i>.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[por propia experiencia]] αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.<i>Cat.Mi</i>.54.<br /><b class="num">2</b> [[resignadamente]] αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.<br /><b class="num">3</b> [[instintivamente]] αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.<br /><b class="num">4</b> gram. [[intransitivamente]] Eust.398.36, 966.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[αὐτοπαθής]], -ές)<br />([[κυρίως]] για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το [[υποκείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτοπαθῶς</i><br />ενστικτωδώς, αυθόρμητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>παθ</i>-, <i>έπαθον</i> (αόρ. β' του [[πάσχω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A speaking from one's own feeling or experience. Adv. -θῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; instinctively, αὐ. φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc. II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.
German (Pape)
[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Ggstz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Ueberzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.
Spanish (DGE)
(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
•intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. -ῶς
1 por propia experiencia αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.
Greek Monolingual
-ές (Α αὐτοπαθής, -ές)
(κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας
II. επίρρ. αὐτοπαθῶς
ενστικτωδώς, αυθόρμητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -παθής < (θ.) παθ-, έπαθον (αόρ. β' του πάσχω)].