αὐτοδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(big3_7)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene voluntad libre e independiente]], [[βούλησις]] Meth.<i>Res</i>.1.38<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αὐ. [[libre albedrío]] τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.<i>Prou</i>. en Phot.<i>Bibl</i>.172b28.<br /><b class="num">2</b> [[dueño absoluto]] αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4<i>Ma</i>.1.30, cf. 1.1, 13.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αὐ. [[poder absoluto]] τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.<i>Io</i>.11.<br /><b class="num">3</b> adv. [[libremente]] αὐ. αἱρεῖσθαι τὰ ἀρέσκοντα Meth.<i>Symp</i>.8.13.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene voluntad libre e independiente]], [[βούλησις]] Meth.<i>Res</i>.1.38<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αὐ. [[libre albedrío]] τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.<i>Prou</i>. en Phot.<i>Bibl</i>.172b28.<br /><b class="num">2</b> [[dueño absoluto]] αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4<i>Ma</i>.1.30, cf. 1.1, 13.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αὐ. [[poder absoluto]] τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.<i>Io</i>.11.<br /><b class="num">3</b> adv. [[libremente]] αὐ. αἱρεῖσθαι τὰ ἀρέσκοντα Meth.<i>Symp</i>.8.13.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοδέσποτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτοδιοικούμενος, [[αυτεξούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους [[διοίκηση]], που δεν υπάγονται στη [[δικαιοδοσία]] του επισκόπου της περιοχής<br /><b>αρχ.</b><br />[[κύριος]] του [[εαυτού]] του.
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδέσποτος Medium diacritics: αὐτοδέσποτος Low diacritics: αυτοδέσποτος Capitals: ΑΥΤΟΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: autodéspotos Transliteration B: autodespotos Transliteration C: aftodespotos Beta Code: au)tode/spotos

English (LSJ)

ον,

   A at one's own will, free, Hierocl.Prov.ap.Phot. Bibl.p.172 B.; absolute master, παθῶν LXX4 Ma.1.1.

German (Pape)

[Seite 397] ὁ, Selbstherrscher, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδέσποτος: -ον, κύριος ἑαυτοῦ, ἐλεύθερος, Ἱεροκλ. 242· ἀπόλυτος κύριος, παθῶν Ἰωσήπ. Μακκ. 2. 13. ― Ἐπίρρ. αὐτοδεσπότως, μεταγεν.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene voluntad libre e independiente, βούλησις Meth.Res.1.38
subst. τὸ αὐ. libre albedrío τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.Prou. en Phot.Bibl.172b28.
2 dueño absoluto αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4Ma.1.30, cf. 1.1, 13.1
subst. τὸ αὐ. poder absoluto τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.Io.11.
3 adv. libremente αὐ. αἱρεῖσθαι τὰ ἀρέσκοντα Meth.Symp.8.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοδέσποτος, -ον)
νεοελλ.
αυτοδιοικούμενος, αυτεξούσιος
μσν.
«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους διοίκηση, που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
αρχ.
κύριος του εαυτού του.