ἀφία: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />bot. [[celidonia menor]], [[ficaria]], [[Ranunculus ficaria L.]], Thphr.<i>HP</i> 7.7.3. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />bot. [[celidonia menor]], [[ficaria]], [[Ranunculus ficaria L.]], Thphr.<i>HP</i> 7.7.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (<i>το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A lesser celandine, Ranunculus Ficaria, Thphr.HP7.7.3.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, eine wilde, eßbare Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφία: (;) ἡ, εἶδος ἐδωδίμου φυτοῦ ἀγρίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7, 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
bot. celidonia menor, ficaria, Ranunculus ficaria L., Thphr.HP 7.7.3.
Greek Monolingual
ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].