ἀφιππεύω: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[marchar a caballo]] c. rég. prep. ἀφιππεύει ἐπὶ τὴν [[ἑαυτοῦ]] σκηνήν vuelve a caballo a su tienda</i> X.<i>An</i>.1.5.12, πρὸς τὴν πόλιν D.H.3.26, εἰς Σικυῶνα Plu.<i>Arat</i>.40<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[irse a caballo]] ἀφιππευσάμενος εἴς τι φρούριον Charito 3.7.2<br /><b class="num">•</b>abs. [[alejarse a caballo]] ἡ Σεμίραμις ταχέως ἀφίππευσε D.S.2.19, πόρρω ποι ἀφιππεῦσαι αὐτοὺς ἐχρῆν D.C.40.24.2, cf. Polyaen.2.31.4. | |dgtxt=[[marchar a caballo]] c. rég. prep. ἀφιππεύει ἐπὶ τὴν [[ἑαυτοῦ]] σκηνήν vuelve a caballo a su tienda</i> X.<i>An</i>.1.5.12, πρὸς τὴν πόλιν D.H.3.26, εἰς Σικυῶνα Plu.<i>Arat</i>.40<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[irse a caballo]] ἀφιππευσάμενος εἴς τι φρούριον Charito 3.7.2<br /><b class="num">•</b>abs. [[alejarse a caballo]] ἡ Σεμίραμις ταχέως ἀφίππευσε D.S.2.19, πόρρω ποι ἀφιππεῦσαι αὐτοὺς ἐχρῆν D.C.40.24.2, cf. Polyaen.2.31.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀφιππεύω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κατεβαίνω]] από το [[άλογο]], [[ξεπεζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> [[γυρίζω]] [[πίσω]] [[έφιππος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
A ride off, away, or back, X.An.1.5.12, D.S.2.19, Plu.Arat.40:—also Med., Hld.4.18.
German (Pape)
[Seite 412] weg-, zurückreiten, Xen. An. 1, 5, 12; Plut. Arat. 40; med., Heliod. 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιππεύω: ἀπέρχομαι ἱππεύων, ξεκινῶ νὰ ὑπάγω που ἔφιππος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, Διόδ. 2. 19: ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡλιόδ. 4. 18. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31 - 34).
French (Bailly abrégé)
s’éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππεύω.
Spanish (DGE)
marchar a caballo c. rég. prep. ἀφιππεύει ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ σκηνήν vuelve a caballo a su tienda X.An.1.5.12, πρὸς τὴν πόλιν D.H.3.26, εἰς Σικυῶνα Plu.Arat.40
•en v. med. irse a caballo ἀφιππευσάμενος εἴς τι φρούριον Charito 3.7.2
•abs. alejarse a caballo ἡ Σεμίραμις ταχέως ἀφίππευσε D.S.2.19, πόρρω ποι ἀφιππεῦσαι αὐτοὺς ἐχρῆν D.C.40.24.2, cf. Polyaen.2.31.4.
Greek Monolingual
(AM ἀφιππεύω)
μσν.- νεοελλ.
κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω
αρχ.
1. φεύγω έφιππος
2. γυρίζω πίσω έφιππος.