ἀφραδής: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(big3_8) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀφρᾰδής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[falto de razón]], [[insensato]] μνηστῆρες <i>Od</i>.2.282, ἄνδρες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.44, ἦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.8.21, στόματα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.1, θῆρες Nonn.<i>D</i>.5.349, δελφῖνες Nonn.<i>D</i>.44.247.<br /><b class="num">2</b> de un muerto [[exánime]], [[insensible]] νεκροί <i>Od</i>.11.476.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως [[irreflexivamente]], [[insensatamente]] μάχεσθαι <i>Il</i>.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.<i>Al</i>.158, 502. | |dgtxt=(ἀφρᾰδής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[falto de razón]], [[insensato]] μνηστῆρες <i>Od</i>.2.282, ἄνδρες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.44, ἦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.8.21, στόματα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.1, θῆρες Nonn.<i>D</i>.5.349, δελφῖνες Nonn.<i>D</i>.44.247.<br /><b class="num">2</b> de un muerto [[exánime]], [[insensible]] νεκροί <i>Od</i>.11.476.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως [[irreflexivamente]], [[insensatamente]] μάχεσθαι <i>Il</i>.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.<i>Al</i>.158, 502. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφραδής]], -ές (Α) [[φράζω]]<br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[αστόχαστος]]<br /><b>2.</b> (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται [[τίποτε]], ο [[αναίσθητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (φράζομαι)
A insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn.D.5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.
German (Pape)
[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: ἀ, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): inconsiderate, foolish, senseless, Od. 2.282, Od. 11.476.— Adv., ἀφραδέως.
Spanish (DGE)
(ἀφρᾰδής) -ές
I 1falto de razón, insensato μνηστῆρες Od.2.282, ἄνδρες Nonn.Par.Eu.Io.7.44, ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.8.21, στόματα Nonn.Par.Eu.Io.19.1, θῆρες Nonn.D.5.349, δελφῖνες Nonn.D.44.247.
2 de un muerto exánime, insensible νεκροί Od.11.476.
II adv. -έως irreflexivamente, insensatamente μάχεσθαι Il.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.Al.158, 502.
Greek Monolingual
ἀφραδής, -ές (Α) φράζω
1. ανόητος, αστόχαστος
2. (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος.