ἀφαιρετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que quita]], [[que priva de]] c. gen. στοιχείου A.D.<i>Adu</i>.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.580, cf. Basil.<i>Eunom</i>.1.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[ablativo]] πτῶσις Dosith.392, cf. <i>Gloss</i>.2.252.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[retrógrado]] del mov. de los astros, Ptol.<i>Tetr</i>.1.24.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que quita]], [[que priva de]] c. gen. στοιχείου A.D.<i>Adu</i>.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.580, cf. Basil.<i>Eunom</i>.1.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[ablativo]] πτῶσις Dosith.392, cf. <i>Gloss</i>.2.252.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[retrógrado]] del mov. de los astros, Ptol.<i>Tetr</i>.1.24.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀφαιρετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[αφαίρεση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αφαιρετική</i><br />αρχαία [[πτώση]] των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αρνητικός]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαιρετικός Medium diacritics: ἀφαιρετικός Low diacritics: αφαιρετικός Capitals: ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphairetikós Transliteration B: aphairetikos Transliteration C: afairetikos Beta Code: a)fairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for taking away, τινός A.D.Adv.165.12; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.Med.in Rh.Mus. 58.87.    II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.

German (Pape)

[Seite 406] wegnehmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρετικός: -ή, -όν, πρὸς ἀφαίρεσιν ἐπιτήδειος, ἡ δὲ ἀφέλεια ἕξις ἀφαιρετική τῶν περιττῶν Κλήμ. Ἀλ. 286.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que quita, que priva de c. gen. στοιχείου A.D.Adu.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. Cat.Cod.Astr.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo Gr.Nyss.Eun.2.580, cf. Basil.Eunom.1.10.
2 gram. ablativo πτῶσις Dosith.392, cf. Gloss.2.252.
3 astrol. retrógrado del mov. de los astros, Ptol.Tetr.1.24.3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀφαιρετικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση
2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική
αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
αρχ.-μσν.
ο αρνητικός.