ἄχρονος: Difference between revisions
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que dura poco tiempo]], [[de breve o corto tiempo]] οὕτως ἄχρονα γίνεται ref. a los niños, Ptol.<i>Tetr</i>.3.10.3, δυστυχεῖς καὶ ἀχρόνους <i>Placit</i>.5.18.6, ἡ ἄ. φύσις Dam.<i>in Prm</i>.404.<br /><b class="num">2</b> [[independiente del tiempo]], [[no cíclico]] ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων [[ἔγχρονος]], ἐπὶ τινῶν δὲ ἄ. de la crisis en algunas enfermedades, Gal.7.448, συμπτώματα οὐκ ἄ. S.E.<i>M</i>.10.225<br /><b class="num">•</b>[[atemporal]], [[eterno]] ἄ. πᾶσα νόησις Plot.4.4.1, de Dios τῆς ἀχρόνου καὶ ἀνάρχου καὶ ἀγεννήτου ... οὐσίας Eus.<i>E.Th</i>.2.9, de la generación de Cristo, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.16.145, ἄ. ... Ὥρη Nonn.<i>D</i>.1.172.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[al punto]], [[instantáneamente]] συλλαβοῦσα ... ἔτεκεν ὡς ἂν ἀχρόνως de Sara, la esposa de Abraham, Ph.1.571, cf. Them.<i>Or</i>.15.196b<br /><b class="num">•</b>τῆς δ' ὄψεως ἡ [[ἀντίληψις]] ἀχρόνως γίνεται Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.129.5, cf. <i>in Sens</i>.135.14, Arius <i>Ep.Alex</i>.4, Eust.Ant.<i>Engast</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[atemporalmente]] πᾶς θεὸς ... γινώσκει, ἀχρόνως δὲ τὰ ἔγχρονα todo dios tiene un conocimiento intemporal de las cosas temporales</i> Procl.<i>Inst</i>.124, cf. Herm.<i>in Phdr</i>.159. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que dura poco tiempo]], [[de breve o corto tiempo]] οὕτως ἄχρονα γίνεται ref. a los niños, Ptol.<i>Tetr</i>.3.10.3, δυστυχεῖς καὶ ἀχρόνους <i>Placit</i>.5.18.6, ἡ ἄ. φύσις Dam.<i>in Prm</i>.404.<br /><b class="num">2</b> [[independiente del tiempo]], [[no cíclico]] ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων [[ἔγχρονος]], ἐπὶ τινῶν δὲ ἄ. de la crisis en algunas enfermedades, Gal.7.448, συμπτώματα οὐκ ἄ. S.E.<i>M</i>.10.225<br /><b class="num">•</b>[[atemporal]], [[eterno]] ἄ. πᾶσα νόησις Plot.4.4.1, de Dios τῆς ἀχρόνου καὶ ἀνάρχου καὶ ἀγεννήτου ... οὐσίας Eus.<i>E.Th</i>.2.9, de la generación de Cristo, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.16.145, ἄ. ... Ὥρη Nonn.<i>D</i>.1.172.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[al punto]], [[instantáneamente]] συλλαβοῦσα ... ἔτεκεν ὡς ἂν ἀχρόνως de Sara, la esposa de Abraham, Ph.1.571, cf. Them.<i>Or</i>.15.196b<br /><b class="num">•</b>τῆς δ' ὄψεως ἡ [[ἀντίληψις]] ἀχρόνως γίνεται Alex.Aphr.<i>in Mete</i>.129.5, cf. <i>in Sens</i>.135.14, Arius <i>Ep.Alex</i>.4, Eust.Ant.<i>Engast</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[atemporalmente]] πᾶς θεὸς ... γινώσκει, ἀχρόνως δὲ τὰ ἔγχρονα todo dios tiene un conocimiento intemporal de las cosas temporales</i> Procl.<i>Inst</i>.124, cf. Herm.<i>in Phdr</i>.159. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρονος]], -ον)<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[χρονικό]] περιορισμό, [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[ολιγοχρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀχρόνως</i><br />[[χωρίς]] καθορισμένα χρονικά όρια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without time, instantaneous, Gal.7.448; ἡ ἄ. φύσις Dam.Pr.404; short-lived, of infants, Ptol.Tetr.125, cf. Placit.5.18.6. 2 independent of time, S.E.M.10.225; non-temporal, ἄ. πᾶσα ἡ νόησις Plot.4.4.1. Adv. -νως timelessly, Alex.Aphr.in Mete.129.5, in Sens.135.14, Procl.Inst.124, Herm.in Phdr.p.159 A.; instantaneously, Ph.1.571, al., Them.Or.15.196b.
German (Pape)
[Seite 420] ohne Zeit, ewig, Sp. – Adv., ἀχρόνως, bei Philo neben ἀμελλητί, ohne Zeitverlust.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρονος: -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, βραχύς, Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, αἰώνιος, Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne dure qu’un instant.
Étymologie: ἀ, χρόνος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que dura poco tiempo, de breve o corto tiempo οὕτως ἄχρονα γίνεται ref. a los niños, Ptol.Tetr.3.10.3, δυστυχεῖς καὶ ἀχρόνους Placit.5.18.6, ἡ ἄ. φύσις Dam.in Prm.404.
2 independiente del tiempo, no cíclico ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων ἔγχρονος, ἐπὶ τινῶν δὲ ἄ. de la crisis en algunas enfermedades, Gal.7.448, συμπτώματα οὐκ ἄ. S.E.M.10.225
•atemporal, eterno ἄ. πᾶσα νόησις Plot.4.4.1, de Dios τῆς ἀχρόνου καὶ ἀνάρχου καὶ ἀγεννήτου ... οὐσίας Eus.E.Th.2.9, de la generación de Cristo, Clem.Al.Strom.6.16.145, ἄ. ... Ὥρη Nonn.D.1.172.
II adv. -ως
1 al punto, instantáneamente συλλαβοῦσα ... ἔτεκεν ὡς ἂν ἀχρόνως de Sara, la esposa de Abraham, Ph.1.571, cf. Them.Or.15.196b
•τῆς δ' ὄψεως ἡ ἀντίληψις ἀχρόνως γίνεται Alex.Aphr.in Mete.129.5, cf. in Sens.135.14, Arius Ep.Alex.4, Eust.Ant.Engast.15.
2 atemporalmente πᾶς θεὸς ... γινώσκει, ἀχρόνως δὲ τὰ ἔγχρονα todo dios tiene un conocimiento intemporal de las cosas temporales Procl.Inst.124, cf. Herm.in Phdr.159.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄχρονος, -ον)
αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιος
αρχ.-μσν.
1. σύντομος, ολιγοχρόνιος
2. επίρρ. ἀχρόνως
χωρίς καθορισμένα χρονικά όρια.