βαλλωτή: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />bot. [[marrubio fétido o negro]], [[Ballota nigra L.]], Dsc.3.103, Plin.<i>HN</i> 27.54. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />bot. [[marrubio fétido o negro]], [[Ballota nigra L.]], Dsc.3.103, Plin.<i>HN</i> 27.54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[βαλλωτή]])<br />[[πολυετής]] πόα, δύσοσμη, με κόκκινα [[άνθη]], βρομόχορτο, [[πιπερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο [[είναι]] η [[βαλλωτή]] η [[κρατηροειδής]], λουμινιά, [[λυχναράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.
Greek Monolingual
η (Α βαλλωτή)
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].