βαλιός: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰλιός) -ά, -όν<br /><b class="num">1</b> [[moteado]], [[manchado]] del pelaje de anim. [[rodado]], [[empedrado]] [[ἔλαφος]] E.<i>Hec</i>.90, μόσχος E.<i>IA</i> 1081, λύγκες E.<i>Alc</i>.579, πῶλοι E.<i>Rh</i>.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.<i>C</i>.2.314.<br /><b class="num">2</b> [[ligero]], [[veloz]] πτερά Call.<i>Fr</i>.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.<i>D</i>.9.156, ἄελλαι Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.20; cf. [[βάλιος]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u. | |dgtxt=(βᾰλιός) -ά, -όν<br /><b class="num">1</b> [[moteado]], [[manchado]] del pelaje de anim. [[rodado]], [[empedrado]] [[ἔλαφος]] E.<i>Hec</i>.90, μόσχος E.<i>IA</i> 1081, λύγκες E.<i>Alc</i>.579, πῶλοι E.<i>Rh</i>.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.<i>C</i>.2.314.<br /><b class="num">2</b> [[ligero]], [[veloz]] πτερά Call.<i>Fr</i>.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.<i>D</i>.9.156, ἄελλαι Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.20; cf. [[βάλιος]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαλιός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρδαλός]], με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος<br /><b>2.</b> γρήγορος<br /><b>3.</b> (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) <i>Βαλίος</i>, ο<br />το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από [[γλώσσα]] όπου το αρχικό <i>bh</i> αντιπροσωπεύεται με -<i>b</i>-, [[φθόγγος]] πολύ [[σπάνιος]] στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -<i>i</i>(<i>F</i>)<i>os</i> του τ. [[συνήθης]] στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολιός]], [[φαλιός]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A spotted, dappled, ἔλαφος, λύγκες, E.Hec.90, Alc.579 (both lyr.); πέρδιξ AP7.203 (Simm.). 2 parox., βαλίος, as name of one of Achilles' horses, Piebald, Dapple, Il.16.149, al., cf. E.IA 222. II swift, Opp.C.2.314, Tryph.84, Nonn.D.9.156, al.
German (Pape)
[Seite 429] 1) mit Flocken gleichsam beworfen (βάλλω), scheckig, VLL. ποικίλος. Bei Hom. Iliad. 16, 149. 19, 400 Name des einen Pferdes des Achilleus, wo es Βαλίος geschrieben wird, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 495. 16, 149, Lehrs Aristarch. p. 278 ff. Doch schwankt der Accent auch fast in allen anderen Stellen; πῶλοι λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοί Eur. I. A. 222; λύγκες Alc. 519; ἔλαφος Hec. 90; Hipp. 218; Leon. Al. 11 (VI, 326); πέρδιξ Simm. Rhod. 4 (VII, 203). – 2) schnell, ἄελλαι Opp. C. 2, 314; αὖραι Nonn. D. 9, 156.
Greek (Liddell-Scott)
βαλῐός: -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, στικτός, ποικίλος, παρδαλός, ἔλαφος, λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. αἰόλος.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
moucheté, tacheté.
Étymologie: DELG ?
Spanish (DGE)
(βᾰλιός) -ά, -όν
1 moteado, manchado del pelaje de anim. rodado, empedrado ἔλαφος E.Hec.90, μόσχος E.IA 1081, λύγκες E.Alc.579, πῶλοι E.Rh.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.C.2.314.
2 ligero, veloz πτερά Call.Fr.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.D.9.156, ἄελλαι Nonn.Par.Eu.Io.10.20; cf. βάλιος.
• Etimología: Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u.
Greek Monolingual
βαλιός, -ά, -όν (Α)
1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος
2. γρήγορος
3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, ο
το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh αντιπροσωπεύεται με -b-, φθόγγος πολύ σπάνιος στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -i(F)os του τ. συνήθης στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (πρβλ. πολιός, φαλιός κ.ά.)].