βράγχιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
(7)
(No difference)

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα
τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών
αρχ.
1. το πτερύγιο του ψαριού
2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο βράγχιον οφείλεται τόσο στη σημασιολογική συγγένεια όσο και στη μορφολογική ομοιότητα με το βρόγχος. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική συσχέτιση των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική σύνδεση].