βούτης: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_1) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ [[βούτης]] bouvier.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ [[βούτης]] bouvier.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βούτης]], ο και δωρ. τ. [[βούτας]] και [[βώτας]], ο (Α) [[βους]]<br /><b>1.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, Dor. βούτας α, ὁ, (βοῦς)
A herdsman, A.Pr.568 (lyr.), E.Andr.280 (lyr.), Theoc.1.80, AP6.255 (Eryc.), etc.:—as Adj., β. φόνος the slaughter of kine, E.Hipp.537. II = ὀρίγανος (Cydonia), Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. φόνος, Rindermord, Eur. Hipp. 537, = ἑκατόμβη.
Greek (Liddell-Scott)
βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) βώτας, α, ὁ, (βοῦς) βουκόλος, Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. φόνος, σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ βούτης bouvier.
Étymologie: βοῦς.
Greek Monolingual
βούτης, ο και δωρ. τ. βούτας και βώτας, ο (Α) βους
1. ο βουκόλος
2. ως επίθ. φρ. «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.