γαλιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(big3_9)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ [[cría de comadreja]] Cratin.291.
|dgtxt=(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ [[cría de comadreja]] Cratin.291.
}}
{{grml
|mltxt=[[γαλιδεύς]], ο (Α)<br />[[γατάκι]] ή μικρό [[κουνάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γαλή]] <span style="color: red;">+</span> (υποκορ. [[επίθημα]]) -<i>ιδεύς</i>, που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αετιδεύς</i>, [[αλωπεκιδεύς]], [[λυκιδεύς]] κ.ά.].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλῐδεύς Medium diacritics: γαλιδεύς Low diacritics: γαλιδεύς Capitals: ΓΑΛΙΔΕΥΣ
Transliteration A: galideús Transliteration B: galideus Transliteration C: galideys Beta Code: galideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A a young weasel, Cratin.265.

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῐδεύς: έως, ὁ, μικρὰ γαλῆ, «γατ(τ)άκι», Κρατῖν. Ὡρ. 19.

Spanish (DGE)

(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ cría de comadreja Cratin.291.

Greek Monolingual

γαλιδεύς, ο (Α)
γατάκι ή μικρό κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) -ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.].