γαύρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(big3_9) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[objeto o motivo de orgullo]] E.<i>Tr</i>.1250, Aristid.<i>Or</i>.28.124. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[objeto o motivo de orgullo]] E.<i>Tr</i>.1250, Aristid.<i>Or</i>.28.124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α)<br />αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]], το [[καύχημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γαυρούμαι</i><br />το ενεργητικό μεταβιβαστικό [[γαυρώ]] [[είναι]] μεταγενέστερο]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.
German (Pape)
[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.
Greek Monolingual
το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].