γηπάτταλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ bot. [[rábano]] Luc.<i>Lex</i>.2. | |dgtxt=-ου, ὁ bot. [[rábano]] Luc.<i>Lex</i>.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γηπάτταλος]], ο (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] του Λουκ.) [[πάσσαλος]] της γης, δηλ. το [[φυτό]] [[ραπάνι]], η [[ραφανίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[πάτταλος]] (αττ. τ. του [[πάσσαλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A oblong radish, com. word in Luc.Lex.2.
Greek (Liddell-Scott)
γηπάτταλος: ὁ, πάσσαλος τῆς γῆς, ῥαφανὶς ἢ «δαυκίον», κωμ. λέξ. ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. clou ou cheville en terre, n. comm. d’une sorte de légume, raifort ou rave.
Étymologie: γῆ, πάτταλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. rábano Luc.Lex.2.
Greek Monolingual
γηπάτταλος, ο (Α)
(κωμική λέξη του Λουκ.) πάσσαλος της γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. του πάσσαλος)].