δασυντής: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9. | |dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δασυντής]], ο (AM) [[δασύνω]]<br />αυτός που δασύνει [[συχνά]] τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί [[δασέα]] σύμφωνα [[αντί]] για [[ψιλά]] («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fond of the aspirate, Ἀττικοί Moer.179,245.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, der gern den Spiritus asper braucht, wie die Attiker, Tzetz. zu Hes. O. 153, wer λίσφος statt λίσπος sagt.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυντής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ δασύνω ΙΙΙ.)
Spanish (DGE)
-οῦ
gram. que pronuncia con aspiración οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.ad Hes.Op.156, cf. 450, Tz.Comm.Ar.2.376.9.
Greek Monolingual
δασυντής, ο (AM) δασύνω
αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).