δασυντής
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
δασυντοῦ, ὁ, fond of the aspirate, Ἀττικοί Moer.179,245.
Spanish (DGE)
-οῦ
gram. que pronuncia con aspiración οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.ad Hes.Op.156, cf. 450, Tz.Comm.Ar.2.376.9.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, der gern den Spiritus asper braucht, wie die Attiker, Tzetz. zu Hes. O. 153, wer λίσφος statt λίσπος sagt.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυντής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ δασύνω ΙΙΙ.)
Greek Monolingual
δασυντής, ο (AM) δασύνω
αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).