δημαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(big3_11) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que es objeto de ruegos por parte del pueblo]], [[por el cual ruega el pueblo]] αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι δεῖται γενέσθαι δ. él es el que necesita que el pueblo ruegue por su salvación</i> Synes.<i>Ep</i>.13. | |dgtxt=-ον<br />[[que es objeto de ruegos por parte del pueblo]], [[por el cual ruega el pueblo]] αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι δεῖται γενέσθαι δ. él es el que necesita que el pueblo ruegue por su salvación</i> Synes.<i>Ep</i>.13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δημαίτητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο ζητάει ο [[λαός]] («ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει [[εἶναι]] ἤ Θεαίτητος ἤ [[δημαίτητος]]» — ο αρχιερεύς οφείλει να [[είναι]] ή [[θεοπρόβλητος]] ή [[λαοπρόβλητος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[αιτώ]] «[[ζητώ]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 561] vom Volke gefordert, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δημαίτητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ αἰτούμενος, ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἢ θεαίτητος ἢ δημαίτητος Συνέσ. 174Β.
Spanish (DGE)
-ον
que es objeto de ruegos por parte del pueblo, por el cual ruega el pueblo αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι δεῖται γενέσθαι δ. él es el que necesita que el pueblo ruegue por su salvación Synes.Ep.13.
Greek Monolingual
δημαίτητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο ζητάει ο λαός («ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἤ Θεαίτητος ἤ δημαίτητος» — ο αρχιερεύς οφείλει να είναι ή θεοπρόβλητος ή λαοπρόβλητος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αιτώ «ζητώ»].