διαπήγνυμι: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[clavar]] διὰ τῶν [[ἑαυτοῦ]] πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.<i>BC</i> 2.105<br /><b class="num">•</b>[[traspasar]] σιδάρῳ Asclep.1136P.<br /><b class="num">2</b> [[enclavar]], [[fijar]] θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D<br /><b class="num">•</b>fig., en v. med. [[consolidar]] ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ <i>A.Io</i>.99.1<br /><b class="num">•</b>náut., en v. med. [[ensamblar]], [[armar]] σχεδίας Luc.<i>DMort</i>.25.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fijar]], [[establecer]] τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[quedar fijado a]] τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.<i>Bibl</i>.188b11.<br /><b class="num">II</b> [[solidificar]], [[congelar]] οὐ μὴν [[ἀλλά]] γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.<i>Vent</i>.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[solidificarse]], [[hacerse denso]], [[tomar consistencia]] τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.<i>Mir</i>.835<sup>a</sup>30. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[clavar]] διὰ τῶν [[ἑαυτοῦ]] πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.<i>BC</i> 2.105<br /><b class="num">•</b>[[traspasar]] σιδάρῳ Asclep.1136P.<br /><b class="num">2</b> [[enclavar]], [[fijar]] θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D<br /><b class="num">•</b>fig., en v. med. [[consolidar]] ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ <i>A.Io</i>.99.1<br /><b class="num">•</b>náut., en v. med. [[ensamblar]], [[armar]] σχεδίας Luc.<i>DMort</i>.25.5<br /><b class="num">•</b>fig. [[fijar]], [[establecer]] τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[quedar fijado a]] τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.<i>Bibl</i>.188b11.<br /><b class="num">II</b> [[solidificar]], [[congelar]] οὐ μὴν [[ἀλλά]] γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.<i>Vent</i>.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[solidificarse]], [[hacerse denso]], [[tomar consistencia]] τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.<i>Mir</i>.835<sup>a</sup>30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α) <b>βλ.</b> [[διαπηγνύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.). II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30. III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
Greek (Liddell-Scott)
διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d’un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
I 1clavar διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.BC 2.105
•traspasar σιδάρῳ Asclep.1136P.
2 enclavar, fijar θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
•fig., en v. med. consolidar ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ A.Io.99.1
•náut., en v. med. ensamblar, armar σχεδίας Luc.DMort.25.5
•fig. fijar, establecer τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B
•en v. med. quedar fijado a τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.Vent.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b
•en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.Mir.835a30.
Greek Monolingual
(Α) βλ. διαπηγνύω.