διάπλεγμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[trama del telar]], Eust.1571.56. | |dgtxt=-ματος, τό [[trama del telar]], Eust.1571.56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[διάπλεγμα]]) [[διαπλέκω]]<br />[[πλέγμα]], πλεκτό [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A woof or web, Eust.1571.56.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.
Spanish (DGE)
-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.
Greek Monolingual
το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.