διαστηρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[fortalecer]] ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς <i>AP</i> 6.203 (Laco o Phil.)<br /><b class="num">•</b>part. διεστηριχώς [[firme]], [[sólido]] τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.<br /><b class="num">2</b> [[sujetar firmemente]], [[fijar]] (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.<i>D</i>.36.369, cf. 2.659<br /><b class="num">•</b>en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro</i> Hp.<i>Ep</i>.17.3.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[fortalecer]] ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς <i>AP</i> 6.203 (Laco o Phil.)<br /><b class="num">•</b>part. διεστηριχώς [[firme]], [[sólido]] τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.<br /><b class="num">2</b> [[sujetar firmemente]], [[fijar]] (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.<i>D</i>.36.369, cf. 2.659<br /><b class="num">•</b>en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro</i> Hp.<i>Ep</i>.17.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαστηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] σταθερό [[κάτι]], [[δυναμώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> στηρίζομαι, [[πατάω]] [[σταθερά]]<br /><b>3.</b> [[στερεώνω]], [[προσηλώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστηρίζω Medium diacritics: διαστηρίζω Low diacritics: διαστηρίζω Capitals: ΔΙΑΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: diastērízō Transliteration B: diastērizō Transliteration C: diastirizo Beta Code: diasthri/zw

English (LSJ)

   A make firm, strengthen, AP6.203 (Laco or Phil.):— Pass., prop oneself up, secure one's footing, Hp.Ep.17.    II fix firmly, Nonn.D.2.659, 36.369.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).

Greek (Liddell-Scott)

διαστηρίζω: στερεῶ, ἐνισχύω, Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.

French (Bailly abrégé)

rendre solide, affermir.
Étymologie: διά, στηρίζω.

Spanish (DGE)

1 fortalecer ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς AP 6.203 (Laco o Phil.)
part. διεστηριχώς firme, sólido τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.D.36.369, cf. 2.659
en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.

Greek Monolingual

διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.