διάφανος: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 07:04, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η -ο και διαφανής, -ές (ΑΝ)
1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του
2. διαυγής, καθαρός
αρχ.
1. κατακόκκινος από πυράκτωση
2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο
3. σαφής, ευκρινής, φανερός
4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος
5. το ουδ. ως ουσ. ορυκτό στεατίτης, τάλκης («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ σπεκλάριον ὀνομάζουσι Ῥωμαῑοι», Γαλ.).