δύσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de funesto aposentamiento]] de Helena, A.<i>A</i>.746.<br /><b class="num">2</b> [[que asienta mal]], [[inestable]] de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.<i>Comp</i>.6.3.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de funesto aposentamiento]] de Helena, A.<i>A</i>.746.<br /><b class="num">2</b> [[que asienta mal]], [[inestable]] de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.<i>Comp</i>.6.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται για [[κακό]] ή προκαλεί [[δυστυχία]] όπου παραμένει («[[δύσεδρος]]... [[Ἐρινύς]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσεδρος Medium diacritics: δύσεδρος Low diacritics: δύσεδρος Capitals: ΔΥΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: dýsedros Transliteration B: dysedros Transliteration C: dysedros Beta Code: du/sedros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.).    2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.

German (Pape)

[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 de funesto aposentamiento de Helena, A.A.746.
2 que asienta mal, inestable de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.Comp.6.3.

Greek Monolingual

δύσεδρος, -ον (Α)
1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς»)
2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.