ἔγκατα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἔγκᾰτα) -ων, τά<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> sg. ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.3; lacon. [[ἔγκυτον]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dat. ἔγκασι <i>Il</i>.11.438, pero ἐγκάτοις LXX <i>Ps</i>.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]<br />[[entrañas]] ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα <i>Od</i>.9.293, [[αἷμα]] καὶ ἔ. <i>Il</i>.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, <i>Od</i>.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.<i>Th</i>.538, ἔ. δ' [[εἴσω]] χαλκὸς [[ἄφαρ]] διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.<i>Sacr</i>.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων <i>Gp</i>.20.46.1<br /><b class="num">•</b>fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου <i>AP</i> 15.40.42 (Cometas).
|dgtxt=(ἔγκᾰτα) -ων, τά<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> sg. ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.3; lacon. [[ἔγκυτον]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dat. ἔγκασι <i>Il</i>.11.438, pero ἐγκάτοις LXX <i>Ps</i>.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]<br />[[entrañas]] ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα <i>Od</i>.9.293, [[αἷμα]] καὶ ἔ. <i>Il</i>.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, <i>Od</i>.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.<i>Th</i>.538, ἔ. δ' [[εἴσω]] χαλκὸς [[ἄφαρ]] διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.<i>Sacr</i>.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων <i>Gp</i>.20.46.1<br /><b class="num">•</b>fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου <i>AP</i> 15.40.42 (Cometas).
}}
{{grml
|mltxt=τα (AM [[ἔγκατα]])<br />τα πιο [[βαθιά]] μέρη («τα [[έγκατα]] της γης»)<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[εντόσθια]], τα έντερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. <i>έγκατος</i> «[[εσωτερικός]]» κι αυτό από την [[πρόθεση]] <i>εν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έσχατος]] από <i>εξ</i>), [[οπότε]] η ομηρική δοτ. <i>έγκασι</i> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γούνασι</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰτα Medium diacritics: ἔγκατα Low diacritics: έγκατα Capitals: ΕΓΚΑΤΑ
Transliteration A: énkata Transliteration B: enkata Transliteration C: egkata Beta Code: e)/gkata

English (LSJ)

τά,

   A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.

German (Pape)

[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.

English (Autenrieth)

dat. ἔγκασι: entrails.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰτα) -ων, τά

• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.

• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).

Greek Monolingual

τα (AM ἔγκατα)
τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα της γης»)
αρχ.
τα εντόσθια, τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος από εξ), οπότε η ομηρική δοτ. έγκασι αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (πρβλ. γούνασι)].