ἐμβρυοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_18)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρυοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὸ [[ἔμβρυον]] ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.
|lstext='''ἐμβρυοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὸ [[ἔμβρυον]] ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que mata al feto]], [[abortivo]] τὰ ἐ. δηλητήρια (φάρμακα) Basil.<i>Ep</i>.188.8.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἐμβρυοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει το [[έμβρυο]] [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 807] die Frucht im Mutterleibe tödtend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.

Spanish (DGE)

-ον
que mata al feto, abortivo τὰ ἐ. δηλητήρια (φάρμακα) Basil.Ep.188.8.

Greek Monolingual

-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.