ἐμβελής: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que está al alcance de los proyectiles]], [[διάστημα]] Plb.8.5.2, τόπος D.S.20.44, cf. Str.12.2.7.
|dgtxt=-ές<br />[[que está al alcance de los proyectiles]], [[διάστημα]] Plb.8.5.2, τόπος D.S.20.44, cf. Str.12.2.7.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐμβελής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[απόσταση]] βολής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμβελές</i><br />η [[εμβέλεια]], το [[βεληνεκές]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβελής Medium diacritics: ἐμβελής Low diacritics: εμβελής Capitals: ΕΜΒΕΛΗΣ
Transliteration A: embelḗs Transliteration B: embelēs Transliteration C: emvelis Beta Code: e)mbelh/s

English (LSJ)

ές,

   A within range of missiles, διάστημα, τόπος, Plb.8.5.2, D.S.20.44.

German (Pape)

[Seite 805] ές, innerhalb des Pfeilschusses; Pol. 8, 7, 2; D. Sic. 20, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβελής: -ές, ἐντὸς βέλους, ἐντὸς τοξεύματος, Πολύβ. 8. 7, 2, Διόδ. 20, 44.

Spanish (DGE)

-ές
que está al alcance de los proyectiles, διάστημα Plb.8.5.2, τόπος D.S.20.44, cf. Str.12.2.7.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐμβελής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μέσα στην απόσταση βολής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμβελές
η εμβέλεια, το βεληνεκές.