ἐμπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[purpúreo]], [[de color púrpura]] frec. de plantas [[ἄνθη]] (βακχάριδος) Dsc.3.44.1, cf. 4.162.1, ἡ [[γιζηρά]] Orib.<i>Syn</i>.2.56.17, κόκκοι (γλυκυσίδης) Dsc.3.140.1, cf. Iul.Laod. en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).251, ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ μᾶλλον γε ἐμπόρφυρον la paloma torcaz, Alex.Mynd.p.552W., λινούδιον <i>POxy</i>.114.8 (II/III d.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[purpúreo]], [[de color púrpura]] frec. de plantas [[ἄνθη]] (βακχάριδος) Dsc.3.44.1, cf. 4.162.1, ἡ [[γιζηρά]] Orib.<i>Syn</i>.2.56.17, κόκκοι (γλυκυσίδης) Dsc.3.140.1, cf. Iul.Laod. en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).251, ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ μᾶλλον γε ἐμπόρφυρον la paloma torcaz, Alex.Mynd.p.552W., λινούδιον <i>POxy</i>.114.8 (II/III d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />[[κάπως]] [[πορφυρός]], [[ελαφρώς]] [[πορφυρός]], όχι [[βαθύς]] [[κόκκινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inclining to purple, Dsc.3.100, Orib.Syn.2.56.17, Cat.Cod.Astr.8(4).251.
German (Pape)
[Seite 817] etwas purpurn, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόρφῠρος: -ον, = κλίνων πρὸς τὸ πορφυροῦν χρῶμα, ὑποπόρφυρος, Διοσκ. 3. 114.
Spanish (DGE)
-ον
purpúreo, de color púrpura frec. de plantas ἄνθη (βακχάριδος) Dsc.3.44.1, cf. 4.162.1, ἡ γιζηρά Orib.Syn.2.56.17, κόκκοι (γλυκυσίδης) Dsc.3.140.1, cf. Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.8(4).251, ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ μᾶλλον γε ἐμπόρφυρον la paloma torcaz, Alex.Mynd.p.552W., λινούδιον POxy.114.8 (II/III d.C.).
Greek Monolingual
ἐμπόρφυρος, -ον (Α)
κάπως πορφυρός, ελαφρώς πορφυρός, όχι βαθύς κόκκινος.