ἐξαγωνίζομαι: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[combatir]], [[luchar hasta el final]] τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.<i>HF</i> 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).<br /><b class="num">2</b> tr. [[vencer]], [[triunfar sobre]] τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.700A. | |dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[combatir]], [[luchar hasta el final]] τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.<i>HF</i> 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).<br /><b class="num">2</b> tr. [[vencer]], [[triunfar sobre]] τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.700A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαγωνίζομαι]] (Α) [[αγωνίζομαι]]<br />[[αγωνίζομαι]] σκληρά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.
German (Pape)
[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.
French (Bailly abrégé)
combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.
Spanish (DGE)
1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.
Greek Monolingual
ἐξαγωνίζομαι (Α) αγωνίζομαι
αγωνίζομαι σκληρά.