ἐξαμαύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[desaparición]] τῶν μετάλλων Plu.2.434a. | |dgtxt=-εως, ἡ [[desaparición]] τῶν μετάλλων Plu.2.434a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαμαύρωσις]], η (Α) [[εξαμαυρῶ]]<br />[[πλήρης]] [[εξαφάνιση]], [[πλήρης]] ἔλλειψη<br />(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.
Greek Monolingual
ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).