ἐξαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[levantar el campamento]] ὁ [[Ἀσιδάτης]] ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas</i> X.<i>An</i>.7.8.21.<br /><b class="num">2</b> [[acampar]] ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.<i>VH</i> 1.37 (cód.)<br /><b class="num">•</b>en perf. pas. [[estar situado fuera]] ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.<br /><b class="num">II</b> ref. a la madera [[desbastar]], part. perf. pas., de troncos [[desgastados]] κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.<i>Od</i>.5.240.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[levantar el campamento]] ὁ [[Ἀσιδάτης]] ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas</i> X.<i>An</i>.7.8.21.<br /><b class="num">2</b> [[acampar]] ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.<i>VH</i> 1.37 (cód.)<br /><b class="num">•</b>en perf. pas. [[estar situado fuera]] ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.<br /><b class="num">II</b> ref. a la madera [[desbastar]], part. perf. pas., de troncos [[desgastados]] κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.<i>Od</i>.5.240.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαυλίζομαι]] (AM) [[αυλίζομαι]]<br />[[βγαίνω]] από το [[στρατόπεδο]] και [[καταλύω]] [[κάπου]] («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυλίζομαι Medium diacritics: ἐξαυλίζομαι Low diacritics: εξαυλίζομαι Capitals: ΕΞΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exaulízomai Transliteration B: exaulizomai Transliteration C: eksavlizomai Beta Code: e)cauli/zomai

English (LSJ)

   A leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v. l. in Luc.VH1.37.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.

Spanish (DGE)

I 1levantar el campamentoἈσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).