ἐξουδένωμα: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6_21)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξουδένωμα''': τό, [[καταφρόνησις]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΠΘ΄, 5) «[[προπηλακισμός]], [[ἐξουδένωμα]]» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐξουδένωμα''': τό, [[καταφρόνησις]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΠΘ΄, 5) «[[προπηλακισμός]], [[ἐξουδένωμα]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξουδένωμα]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] [[τελείως]] ασήμαντο, άξιο περιφρονήσεως<br /><b>2.</b> [[περιφρόνηση]], [[εξευτελισμός]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουδένωμα Medium diacritics: ἐξουδένωμα Low diacritics: εξουδένωμα Capitals: ΕΞΟΥΔΕΝΩΜΑ
Transliteration A: exoudénōma Transliteration B: exoudenōma Transliteration C: eksoudenoma Beta Code: e)coude/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A contempt, ib.Ps.89(90).5, Hsch. s.v. προπηλακισμός.

German (Pape)

[Seite 888] τό, Verachtung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουδένωμα: τό, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΠΘ΄, 5) «προπηλακισμός, ἐξουδένωμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐξουδένωμα, το (AM)
1. κάτι τελείως ασήμαντο, άξιο περιφρονήσεως
2. περιφρόνηση, εξευτελισμός.