ἐπιγονή: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> production, produit ; race ; <i>Égypte ptolémaïque</i> τῆς ἐπιγονῆς <i>terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou</i> « de la deuxième génération »;<br /><b>2</b> croissance, progrès, développement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγίγνομαι]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> production, produit ; race ; <i>Égypte ptolémaïque</i> τῆς ἐπιγονῆς <i>terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou</i> « de la deuxième génération »;<br /><b>2</b> croissance, progrès, développement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιγονή]], η (AM)<br />(για ζώα) [[παραγωγή]], γεννήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αύξηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[γένος]], [[ράτσα]]<br /><b>3.</b> οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>γον</i>-<i>ή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του αρχικού θ. <i>γεν</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A increase, growth, ἐ. λαμβάνειν become larger, Plu.2.506f; μείζονος κακίας Luc.Tim.3; ἐνιαυτοῦ αἰγῶν κτλ. ἐ. the year's produce, Plu.Fab.4; τὴν ἐ. μακαρίαν [γίνεσθαι] SIG695.48 (ii B.C.); θρεμμάτων Ph.2.234; ζῴων Porph.Abst.1.16; ἐξ ἐπιγονῆς ἐπιγεγενημένοι πῶλοι BGU353.14 (ii A.D.). 2. offspring, breed, ἵππων D.S. 4.15; of men, LXX 2 Ch.31.16. II. in Egypt, descendants of foreign military settlers, Μακεδών, Ἰουδαῖος τῆς ἐ, Wilcken Chr.241 (iii B.C.), Mitteis Chr.21.13 (iii B.C.), etc.; later apptly. used in legal fictions of a category of persons, Πέρσης τῆς ἐ. PStrassb.83.12 (ii B.C.), BGU 1134 (i B.C./i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von Thieren, Plut. Fab. M. 4; D. Sic. 4, 15; Ael. H. N. 2, 46; übtr. κακίας Luc. Tim. 3; ἐπιγονὴν λαμβάνει λόγος, das Gerücht wächst, Plut. garrul. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγονή: ἡ αὔξησις, ἀνάπτυξις, ἐπ. λαμβάνω, γίνομαι μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους παραγωγή, Πλουτ. Φάβ. 4. 2) γόνος, γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι μέχρι τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 production, produit ; race ; Égypte ptolémaïque τῆς ἐπιγονῆς terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou « de la deuxième génération »;
2 croissance, progrès, développement.
Étymologie: ἐπιγίγνομαι.
Greek Monolingual
ἐπιγονή, η (AM)
(για ζώα) παραγωγή, γεννήματα
αρχ.
1. αύξηση, ανάπτυξη
2. γένος, ράτσα
3. οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γον-ή (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. γεν-].