ἐπινοητικός: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινοητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ [[λάβραξ]]) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.
|lstext='''ἐπινοητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ [[λάβραξ]]) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπινοητικός]], -ή, -όν) [[επινοώ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να επινοεί, ο [[εφευρετικός]], ο [[πολυμήχανος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[είδωλο]]) αυτός που σχηματίζεται στον νου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επινοητικά</i> (Α ἐπινοητικῶς)<br />κατ’ [[επινόηση]], εφευρετικά.
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητικός Medium diacritics: ἐπινοητικός Low diacritics: επινοητικός Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epinoētikós Transliteration B: epinoētikos Transliteration C: epinoitikos Beta Code: e)pinohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inventive, of a writer, Longin.4.1; ἐ. τοῦ διασῴζειν ἑαυτόν Ath.7.310f.    2. due to reflection, φάσμα Epicur. Nat.362.

German (Pape)

[Seite 966] ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ λάβραξ) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) επινοώ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.