ἐπιστρόγγυλος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6_17)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστρόγγῠλος''': -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως [[σχῆμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.
|lstext='''ἐπιστρόγγῠλος''': -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως [[σχῆμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστρόγγυλος]], -ον (Α) [[στρογγυλός]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] [[κάπως]] στρογγυλό.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρόγγῠλος Medium diacritics: ἐπιστρόγγυλος Low diacritics: επιστρόγγυλος Capitals: ΕΠΙΣΤΡΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: epistróngylos Transliteration B: epistrongylos Transliteration C: epistroggylos Beta Code: e)pistro/ggulos

English (LSJ)

ον,

   A rounded, roundish, f.l. in Arist.HA555a29.

German (Pape)

[Seite 986] zugerundet, Arist. H. A. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρόγγῠλος: -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως σχῆμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.

Greek Monolingual

ἐπιστρόγγυλος, -ον (Α) στρογγυλός
αυτός που έχει σχήμα κάπως στρογγυλό.