ἐπιχαιρεσίκακος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_16)
(14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχαιρεσίκᾰκος''': -ον, = τῷ προηγ., Εὐσ. V. 93Β, ἴδε Λοβεκκ. Φρύν. 770.
|lstext='''ἐπιχαιρεσίκᾰκος''': -ον, = τῷ προηγ., Εὐσ. V. 93Β, ἴδε Λοβεκκ. Φρύν. 770.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαιρεσίκακος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]. Σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]]. Η [[μετατροπή]] του <i>η</i> του αοριστ. θ. <i>χαιρησ</i>- του ρ. [[χαίρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>χαιρήσω</i>, αόρ. <i>εχαίρησα</i>) σε <i>ε</i> οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[χαιρέκακος]]).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1002] dasselbe, Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 770, der ἐπιχαιρησίκακος zu schreiben vorschlägt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαιρεσίκᾰκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐσ. V. 93Β, ἴδε Λοβεκκ. Φρύν. 770.

Greek Monolingual

ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος).