εὐεξέλεγκτος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεξέλεγκτος''': -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D. | |lstext='''εὐεξέλεγκτος''': -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>εξ</i>-<i>έλεγκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.
German (Pape)
[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].