εὐκέαστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]) εὐκόλως σχιζόμενος, [[εὔσχιστος]], [[εὔκλαστος]], Εὐστ. 1241. 18. | |lstext='''εὐκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]) εὐκόλως σχιζόμενος, [[εὔσχιστος]], [[εὔκλαστος]], Εὐστ. 1241. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κέαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κεάζω)
A easily cleft or split, Eust.1241.48.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu spalten, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέαστος: -ον, (κεάζω) εὐκόλως σχιζόμενος, εὔσχιστος, εὔκλαστος, Εὐστ. 1241. 18.
Greek Monolingual
εὐκέαστος, -ον (Μ)
αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. α-κέαστος].