εὐμεταβλησία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(6_11)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμεταβλησία''': ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.
|lstext='''εὐμεταβλησία''': ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐμεταβλησία]]) [[εὐμετάβλητος]]<br />η εύκολη [[μεταβολή]], η [[αστάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μικροβ.)</b> η [[προσαρμογή]] τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με [[μεταβολή]] τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμεταβλησία Medium diacritics: εὐμεταβλησία Low diacritics: ευμεταβλησία Capitals: ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΣΙΑ
Transliteration A: eumetablēsía Transliteration B: eumetablēsia Transliteration C: evmetavlisia Beta Code: eu)metablhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A changeableness, Sch.Th.3.37.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, Leichtveränderlichkeit, Schol. Thuc. 3, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμεταβλησία: ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.

Greek Monolingual

η (Α εὐμεταβλησία) εὐμετάβλητος
η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια
νεοελλ.
(μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.