εὐπρόσδεκτος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(T22) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐυπροσδεκτον (εὖ and [[προσδέχομαι]]), [[well]]-[[received]], accepted, [[acceptable]]: τίνι, [[Plutarch]], praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.) | |txtha=ἐυπροσδεκτον (εὖ and [[προσδέχομαι]]), [[well]]-[[received]], accepted, [[acceptable]]: τίνι, [[Plutarch]], praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσδεκτος]], -ον)<br />αυτὸς που γίνεται ευχάριστα [[δεκτός]], ο [[καλόδεχτος]] («ευπρόσδεκτη [[δωρεά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρόσδεκτα</i> και <i>ευπροσδέκτως</i> (ΑΜ εὐπροσδέκτως)<br />με ευπρόσδεκτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[δέχομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A acceptable, Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar.Pax1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσδεκτος: -ον, ὃν εὐχαρίστως δέχεταί τις, Πλούτ. 2. 801C, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16, 31, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à admettre, acceptable.
Étymologie: εὖ, προσδέχομαι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of προσδέχομαι; well-received, i.e. approved, favorable: acceptable(-ted).
English (Thayer)
ἐυπροσδεκτον (εὖ and προσδέχομαι), well-received, accepted, acceptable: τίνι, Plutarch, praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].