ζωηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(6_18)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωηφόρος''': -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815˙ -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.
|lstext='''ζωηφόρος''': -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815˙ -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[ζωηφόρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, [[ζωοδότης]], [[ζωογόνος]], [[σωτήριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ζωηφόρος]]<br />εσφ. τ. [[αντί]] [[ζωφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζωή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>καρπο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωηφόρος Medium diacritics: ζωηφόρος Low diacritics: ζωηφόρος Capitals: ΖΩΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zōēphóros Transliteration B: zōēphoros Transliteration C: zoiforos Beta Code: zwhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A life-bringing, Them.Or.19.228d, Sch.Il.8.70; ζ. γραμμὴ [χειρός] line of life, in palmistry, Cat.Cod.Astr.7.238.

German (Pape)

[Seite 1142] Leben bringend, Sp., wie Themist. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ζωηφόρος: -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815˙ -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.

Greek Monolingual

-ο (AM ζωηφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος
εσφ. τ. αντί ζωφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, καρπο-φόρος.