ηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -()λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.