ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῆος, and [[ἠπεροπευτής]], [[deceiver]], [[seducer]], Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.
|auten=ῆος, and [[ἠπεροπευτής]], [[deceiver]], [[seducer]], Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπεύς Medium diacritics: ἠπεροπεύς Low diacritics: ηπεροπεύς Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ēperopeús Transliteration B: ēperopeus Transliteration C: iperopeys Beta Code: h)peropeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ,

   A = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu’il ne pense ».

English (Autenrieth)

ῆος, and ἠπεροπευτής, deceiver, seducer, Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.

Greek Monolingual

ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].