θάημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>dor. c.</i> [[θέαμα]].
|btext=ατος (τό) :<br /><i>dor. c.</i> [[θέαμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θάημα]], το (Α)<br />[[θέαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θέαμα]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάημα Medium diacritics: θάημα Low diacritics: θάημα Capitals: ΘΑΗΜΑ
Transliteration A: tháēma Transliteration B: thaēma Transliteration C: thaima Beta Code: qa/hma

English (LSJ)

[θᾱ], ατος, τό, Dor. for

   A θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.

German (Pape)

[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.

Greek (Liddell-Scott)

θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.

Greek Monolingual

θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.