θελημός: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6_16)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελημός''': -όν, = [[θελεμός]], [[ἥσυχος]], πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν [[ἄλσος]] Βακχυλ. 16. 85.
|lstext='''θελημός''': -όν, = [[θελεμός]], [[ἥσυχος]], πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν [[ἄλσος]] Βακχυλ. 16. 85.
}}
{{grml
|mltxt=[[θελημός]], -όν (Α) [[θέλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> [[ωραίος]], [[θελκτικός]] («θελημόν [[ἄλσος]]», Βακχυλ.)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[θελημός]]<br />ἀντὶ τοῦ [[ἥσυχος]]».
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελημός Medium diacritics: θελημός Low diacritics: θελημός Capitals: ΘΕΛΗΜΟΣ
Transliteration A: thelēmós Transliteration B: thelēmos Transliteration C: thelimos Beta Code: qelhmo/s

English (LSJ)

όν,

   A willing, Emp.35.6.    2 kindly, ἄλσος B.16.85; glossed by ἥσυχος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θελημός: -όν, = θελεμός, ἥσυχος, πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν ἄλσος Βακχυλ. 16. 85.

Greek Monolingual

θελημός, -όν (Α) θέλω
1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος
2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.)
3. (κατά τον Φώτ.) «θελημός
ἀντὶ τοῦ ἥσυχος».