θεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(SL_1)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεμίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[govern]] [[rightly]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν” (P. 4.141)
|sltr=[[θεμίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[govern]] [[rightly]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν” (P. 4.141)
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμίζω Medium diacritics: θεμίζω Low diacritics: θεμίζω Capitals: ΘΕΜΙΖΩ
Transliteration A: themízō Transliteration B: themizō Transliteration C: themizo Beta Code: qemi/zw

English (LSJ)

(θέμις)

   A judge, punish, imper. θεμιζέτω,= μαστιγούτω, νομοθετείτω (Cret.), Hsch.; θεμισσέτω Paus.Gr.Fr.202:—Med., aor. part. θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pi.P.4.141.

German (Pape)

[Seite 1194] richten, = θεμιστεύω, Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους ὀργάς Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.

Greek (Liddell-Scott)

θεμίζω: (θέμις) δικάζω, κρίνω, τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.

French (Bailly abrégé)

juger, punir;
Moy. θεμίζομαι régler d’après la justice.
Étymologie: θέμις.

English (Slater)

θεμίζω
   1 govern rightly “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν” (P. 4.141)

Greek Monolingual

θεμίζω (Α) θέμις (Ι)]
1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω
μαστιγούτω, νομοθετείτω»
3. μέσ. θεμίζομαι
ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.).