θελξιμελής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελξιμελής''': -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.
|lstext='''θελξιμελής''': -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.
}}
{{grml
|mltxt=[[θελξιμελής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγει με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]- «[[μελωδία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>παμ</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐμελής Medium diacritics: θελξιμελής Low diacritics: θελξιμελής Capitals: ΘΕΛΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: thelximelḗs Transliteration B: thelximelēs Transliteration C: thelksimelis Beta Code: qelcimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A charming with music, [φόρμιγξ] IG3.400.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.

Greek Monolingual

θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, παμ-μελής].